- γνέφω
- γνέφω, έγνεψα βλ. πίν. 13
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek
μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
άγνευτος — και άγνεφος, η, ο αυτός που γίνεται δίχως νεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνέφω < νεύω] … Dictionary of Greek
γνέφος — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι) … Dictionary of Greek
γνεφοκοπώ — ( άω) γνέφω συνεχώς, κάνω συνέχεια γνεψίματα … Dictionary of Greek
γνεύω — βλ. γνέφω … Dictionary of Greek
γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] … Dictionary of Greek
διανεύω — (AM διανεύω) [νεύω] κάνω νεύματα με το κεφάλι ή τα χέρια, γνέφω νεοελλ. 1. κινώ 2. τακτοποιώ, διαχειρίζομαι 3. σχετίζομαι αρχ. μσν. ( ομαι) 1. περνώ τον καιρό μου 2. συμπεριφέρομαι αρχ. αποφεύγω … Dictionary of Greek
επιλλίζω — ἐπιλλίζω (Α) [έπιλλος] 1. γνέφω, κλείνω το μάτι 2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω 3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή … Dictionary of Greek